τριχίνην

τριχίνην
τρίχινος
of hair
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • власѧныи — (26) пр. Сделанный из грубой шерсти: а ѡдежа ѥго бѣ свита влас˫ана остра на ||=тѣлѣ ЖФП XII, 42 43; багр˫аницю влас˫аноую [вм. влас˫аною] измѣньшю ризою. и житиѥ мьнишьскоѥ приѥмъшемоу. (τρίχινον) ЖФСт XII, 102 об.; въ власѩныхъ. и ни въ какыхъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • τρίχινος — η, ο / τρίχινος, ίνη, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.) μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον ένδυμα υφασμένο από τρίχες αρχ. (για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”